Γλωσσάριο

Ελληνικά

Α

αλγόριθμος
Αλγόριθμος είναι ένα σύνολο από βήματα ή κανόνες για τη διεκπεραίωση μιας συγκεκριμένης εργασίας. Στην πληροφορική, αλγόριθμος είναι ένα σύνολο από εντολές σε κάποιο πρόγραμμα οι οποίες επιλύουν κάποιο υπολογιστικό πρόβλημα.
Afrikaans, Deutsch, English, Español, Français, Italiano, IsiZulu, اَلْعَرَبِيَّةُ, Bahasa Indonesia

Ε

επιστήμη δεδομένων
Ο συνδυασμός στατιστικής, προγραμματισμού και σκληρής δουλειάς που χρειάζεται για να εξαχθούν συμπεράσματα από δεδομένα.
Afrikaans, English, Español, Português, አማርኛ, Kiswahili
επιστήμονας δεδομένων
Ένα άτομο που χρησιμοποιεί προγραμματισμό για να λύσει προβλήματα στατιστικής.
Afrikaans, English, Español, Português, አማርኛ, Kiswahili

Μ

μηχανικός δεδομένων
Ένα άτομο που υλοποιεί και τρέχει αναλύσεις δεδομένων. Οι μηχανικοί δεδομένων είναι συνήθως υπεύθυνοι για την εγκατάσταση λογισμικού, τη διαχείριση βάσεων δεδομένων, τη δημιουργία αναφορών και την αρχειοθέτηση των αποτελεσμάτων.
επιστήμη δεδομένων
English, አማርኛ